ισοδυναμικός

ισοδυναμικός
-ή, -ό
ισοδύναμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισοδυναμικός — ή, ό 1. αυτός που σε όλα του τα μέρη το δυναμικό έχει την ίδια τιμή 2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) φρ. α) (γεωφ.) ισοδυναμικές (ενν. καμπύλες) καμπύλες που συνδέουν όλους τους τόπους που έχουν την ίδια μαγνητική ένταση β) (ηλεκτρολ.) ισοδυναμική …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”